- κόκκος
- ο (AM κόκκος)1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.)2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα, «κουκούτσι» («νόου δέ μοι οὐκ ἔνι κόκκος», Τίμων)νεοελλ.1. ο ξυλώδης πυρήνας μερικών καρπών, το κουκούτσι2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος ή μόριο ή τρίμμα («κόκκος άμμου»)3. μικρή σφαιρική διόγκωση ή ανωμαλία μιας επιφάνειας4. (στο παρελθόν) μονάδα βάρους ίση με 0,06 τού γραμμαρίου5. βοτ. το σπέρμα μερικών φυτών, κυρίως τών δημητριακών6. ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας τών κοκκιδών7. (μικρβλ.) μικρόβιο στρογγυλού σχήματος, συνήθως παθογόνο8. τεχνολ. αριθμός που χαρακτηρίζει ένα λειαντικό μέσο, όπως το σμυριδόπανο, το γυαλόχαρτο κ.ά. και συγκεκριμένα τη λεπτότητα τών σωματιδίων που τό αποτελούν9. (φωτογρ.) σωματίδιο τών φωτοευαίσθητων αλάτων τού αργύρου, που περιέχονται στο επίστρωμα τής ζελατίνης, το οποίο αποτελεί τη φωτοευαίσθητη επιφάνειαμσν.1. είδος κόκκινης βαφής2. κουκίαρχ.1. ημίπτερο ζωύφιο που προσκολλάται στη βαλανιδιά και από το οποίο παράγεται το κόκκινο χρώμα, η κοχενίλλη2. το κόκκικο χρώμα3. ο πρίνος, το πουρνάρι4. καταπότι, χάπι5. στον πληθ. τὰ κοκκίαοι όρχεις6. (κατά τον Ησύχ.) το γυναικείο μόριο, το αιδοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως. Το διπλό -κ- ίσως οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό τής καθημερινής γλώσσας.ΠΑΡ. κόκ(κ)αλον, κόκ(κ)αλος, κοκκάριον, κοκκίζω, κόκκινος, κοκκίο(ν), κόκκων, κοκκωτόςαρχ.-μσν.κοκκηρός, κοκκίςνεοελλ.κοκκώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοκκοθραύοτης, κοκκολογώαρχ.κοκκοβαφία, κοκκολάχανον, κοκκολέκτης, κοκκονάριοναρχ.-μσν.κοκκοβαφής, κοκκόδαφνονμσν.κοκκόριζοννεοελλ.κοκκοθλάστης, κοκκολό(γ)ι. (Β' συνθετικό) δίκοκκος, μονόκοκκος, σκληρόκοκκοςαρχ.αγνόκοκκος, δαφνόκοκκον, καλίκοκκος, ξυλόκοκκον, πυκνόκοκκον, τρίκοκκος, χρυσόκοκκοςνεοελλ.αδρόκοκκος, γονόκοκκος, διπλόκοκκος, εντερόκοκκος, εχινόκοκκος, λεπτόκοκκος, μαυρόκοκκος, μελιτόκοκκος, πνευμονόκοκκος, σταφυλόκοκκος, στρεπτόκοκκος, χαλαζόκοκκος, χονδρόκοκκος, ψιλόκοκκος].
Dictionary of Greek. 2013.